Ο Βασιλιάς των Λιονταριών (2019)
Σκηνοθεσία: Τζον Φαβρό
Ηθοποιοί: Ντόναλντ Γκλόβερ, Σεθ Ρόγκεν, Τσίουετελ Έτζιοφορ, Μπίλι Άισνερ, Τζον Κάνι, Τζον Όλιβερ, Άλφρι Γούνταρντ, Κίγκαν-Μάικλ Κι, Έρικ Αντρέ, Μπιγιονσέ Νόουλς-Κάρτερ, Τζέιμς Ερλ Τζόουνς
Ο Τζον Φαβρό, μετά Το Βιβλίο της Ζούγκλας (2016), την υβριδική CGI / live-action διασκευή του ομώνυμου animation του 1967 της Disney, χρησιμοποίησε αυτή την εμπειρία και την ακόμα πιο εξελιγμένη τεχνολογία του στούντιο για να παράγει τη φωτορεαλιστική επαναδημιουργία του σχεδιασμένου στο χέρι Ο Βασιλιάς των Λιονταριών(1994).
Το εκθαμβωτικό και τεχνικά πρωτοφανές αποτέλεσμα είναι όντως απολαυστικό. Τα οπτικά εφέ μάλιστα, τιμήθηκαν και με μία υποψηφιότητα για το αντίστοιχο Όσκαρ. Τα CGI στοιχεία, το τρίχωμα, οι μύες, τα μάτια και οι κινήσεις των ψηφιακών ζώων μέσα στο πλούσιο τεχνητό περιβάλλον, μοιάζουν τόσο αληθινά που η ταινία αναφέρεται συχνά, μα λανθασμένα, ως “ζωντανής δράσης”.
Το 2019 κυκλοφόρησαν δύο ακόμα διασκευές κλασικών animation της Disney, οι Αλαντίν και Ντάμπο. Αυτές, αμφότερες τόλμησαν να διορθώσουν τα λάθη των προγενέστερών τους και να εκσυγχρονίσουν τις ιστορίες τους στις ευαισθησίες του 21ου αιώνα. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, η νέα ταινία κατέφυγε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε μία “σκηνή προς σκηνή” αναπαράσταση του πρωτότυπου. Μαζί με τα τραγούδια, ακόμα και το χιούμορ και οι διάλογοι επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσια.
Η υπερβολικά πιστή αναπαραγωγή της αναμφισβήτητα δυνατής και πολυαγαπημένης ιστορίας, στέρησε από αυτή την κατά τα άλλα εντυπωσιακή παραγωγή οποιοδήποτε στοιχείο σεναριακής ευρηματικότητας και οδήγησε σε χαμένες ευκαιρίες.
Μία από αυτές είναι ότι δεν διόρθωσε τα σφάλματα του πρωτότυπου σχετικά με τη φυσική ζωή των ζώων, αγνοώντας πρωτίστως ότι οι κοινωνίες των λιονταριών είναι μητριαρχικές. Στην πραγματικότητα, οι λέαινες ορίζουν την αγέλη τους και επιτρέπουν στους λέοντες να παραμείνουν στην επικράτειά τους για μικρό χρονικό διάστημα. Αντ ‘αυτού, αν και η ιστορία προσδίδει στη Σαράμπι και στη Νάλα πιο δυναμικά χαρακτηριστικά, συνεχίζει να ενισχύει τα έμφυλα στερεότυπα της έκδοσης του 1994.
Ο τέλειος φωτορεαλισμός έχει ως αποτέλεσμα τα βίαια και απειλητικά περιστατικά να δημιουργούν ανησυχία και αγωνία. Όμως, ακριβώς αυτή η αληθοφάνεια περιορίζει ταυτόχρονα τον συγκινησιακό αντίκτυπο των τραγικών γεγονότων.
Αν η ταινία κρινόταν ανεξάρτητα από την πρωτότυπη, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ένα κινηματογραφικό θρίαμβο που κόβει την ανάσα. Ωστόσο, δεδομένου ότι εκτός από τα οπτικά στοιχεία οι δημιουργοί της δεν προέβησαν σε καμία άλλη ουσιαστική αλλαγή, η σύγκριση μεταξύ των δύο παραγωγών είναι αναπόφευκτη. Και μιας και το remake δεν κατάφερε να επιτύχει τα ίδια επίπεδα της γλυκιάς, ζεστής, παιχνιδιάρικης και ταυτόχρονα δραματικής διάθεσης του πρωτότυπου, δεν καταφέρνει και να δικαιολογήσει την ύπαρξή του καλλιτεχνικά.
Από οικονομικής όμως άποψης, η ταινία δικαιολογεί απόλυτα τη δημιουργία της. Η προγενέστερη της, παραμένει ακόμα η πιο επιτυχημένη εισπρακτικά ταινία κινουμένων σχεδίων που έχει σχεδιαστεί παραδοσιακά με το χέρι. Αντίστοιχα, αυτή, με έσοδα μόνο από εισπράξεις εισιτηρίων που ξεπέρασαν το 1,65 δισεκατομμύρια δολάρια, κρατά τον τίτλο της μεγαλύτερης εισπρακτικής επιτυχίας κινουμένων σχεδίων όλων των εποχών. Επίσης, κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα σε όλα μιούζικαλ και όλα τα remakes που κυκλοφόρησαν ποτέ.
Διασκευή της:
Σχετικές Παραγωγές: